οπισθοδρόμος

οπισθοδρόμος
ὀπισθοδρόμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που τρέχει προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀπισθοδρόμως — ὀπισθοδρόμος running backwards adverbial ὀπισθοδρόμος running backwards masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω 2. μτφ. αυτός που υποστηρίζει απηρχαιωμένες αντιλήψεις και συνήθειες, καθυστερημένος, συντηρητικός. επίρρ... οπισθοδρομικώς και ά με οπισθοδρομικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρομώ — (Α ὀπισθοδρομῶ, έω) [οπισθοδρόμος] τρέχω ή κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ νεοελλ. μτφ. καθυστερώ στην εξέλιξη μου, μένω πίσω, δεν προοδεύω, παρακμάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”